Μαλαίοι

Μαλαίοι
Λαός που ζει κατά το μεγαλύτερο μέρος στη χερσόνησο της Μαλάκα και στις παράκτιες περιοχές των νησιών Βόρνεο, Σουμάτρα, Ιάβα, Μπαλί και Λόμποκ· άλλες παράκτιες ζώνες της Ινδονησίας και των Φιλιππίνων έχουν αναμειχθεί με τους ντόπιους κατοίκους. Οι Μ. έχουν τα βασικά χαρακτηριστικά της νοτιομογγολικής φυλής: μέσο προς χαμηλό ανάστημα, κιτρινωπό έως ελαιώδες δέρμα, αραιό τρίχωμα και λεία, χοντρά και μαύρα μαλλιά, βραχύ και πλατύ κρανίο. Εξαιρετικά ικανοί θαλασσοπόροι και έμποροι, εξαπλώθηκαν στη νοτιοανατολική Ασία από τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής χρονολογίας. Μερικές φυλές Μ. ζούσαν άλλοτε σε σχεδόν άγρια κατάσταση και ήταν ονομαστές για τον φιλοπόλεμο χαρακτήρα τους. Σήμερα, τίποτα δεν μαρτυρά το άγριο και φιλοπόλεμο παρελθόν τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοκίνα — (Indochina). Η ανατολικότερη από τις τρεις μεγάλες χερσονήσους της νότιας Ασίας. Περιλαμβάνεται μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας (γι’ αυτό έλαβε και την ονομασία Ι.). Στα ΒΔ ορίζεται από την αλυσίδα Αρακάν και στα Β από το υψίπεδο του Γιουνάν.… …   Dictionary of Greek

  • Μολούκες — (ινδονησιακά Μαλόκου, ολλανδ. Molukken). Αρχιπέλαγος (85.728 τ. χλμ., 1.856.075 κάτ. το 1990) του Ειρηνικού ωκεανού, μεταξύ Κελέβης, Νέας Γουινέας και Τιμόρ. Ανήκει στην Ινδονησία, της οποίας αποτελεί την ομώνυμη επαρχία· πρωτεύουσα είναι η Άμπον …   Dictionary of Greek

  • Νταγιάκ ή Νταγιάκοι — Ομάδα ινδονησιακών πληθυσμών, περίπου δύο εκατομμύρια άτομα συνολικά, που κατοικούν κατά το μεγαλύτερο μέρος στις εσωτερικές περιοχές της Βόρνεο. Ν. ονόμαζαν οι Μαλαίοι τους ιθαγενείς που έμεναν στα δυτικά παράκτια όρη (Οράνγκ – Ν., δηλαδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”